-
1 αναμίξη
ἀναμίξηι, ἀνάμιξιςmingling: fem dat sg (epic)ἀναμί̱ξῃ, ἀναμίγνυμιmix up: aor subj mid 2nd sgἀναμί̱ξῃ, ἀναμίγνυμιmix up: aor subj act 3rd sgἀναμί̱ξῃ, ἀναμίγνυμιmix up: fut ind mid 2nd sg -
2 ἀναμίξῃ
ἀναμίξηι, ἀνάμιξιςmingling: fem dat sg (epic)ἀναμί̱ξῃ, ἀναμίγνυμιmix up: aor subj mid 2nd sgἀναμί̱ξῃ, ἀναμίγνυμιmix up: aor subj act 3rd sgἀναμί̱ξῃ, ἀναμίγνυμιmix up: fut ind mid 2nd sg -
3 ανάμιξη
[-ις (-εως)] η1) смешивание, перемешивание; 2) вмешательство -
4 ανάμιξη
[анамикси] ουσ. Θ. смешивание, перемешивание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάμιξη
-
5 ανάμιξη
[анамикси] ουσ θ смешивание, перемешивание. -
6 ανάμιξη
karışım, karıştırma -
7 kardırma
ανάμιξη, χαρμάνι -
8 вмешательство
вмешательство с η επέμβα ση, η ανάμιξη' η παρέμβαση· η μεσολάβηση (посредничество) · хирургическое \вмешательство η χειρου ργική επέμβαση· вооружённое \вмешательство η ένοπλη επέμβαση* * *сη επέμβαση, η ανάμιξη; η παρέμβαση; η μεσολάβηση ( посредничество)хирурги́ческое вмеша́тельство — η χειρουργική επέμβαση
вооружённое вмеша́тельство — η ένοπλη επέμβαση
-
9 невмешательство
невмешательство с η μη ανάμιξη, η μη επέμβαση* политика \невмешательствоа η πολιτική της μη επέμβασης* * *сη μη ανάμιξη, η μη επέμβασηполи́тика невмеша́тельства — η πολιτική της μη επέμβασης
-
10 вмешательство
-а ουδ.ανάμιξη επέμβαση•вмешательство в личные дела ανάμιξη στις ατομικές υποθέσεις άλλου•
вооруженное вмешательство ένοπλη επέμβαση•
хирургическое вмешательство χειρουργική επέμβαση.
-
11 вмешательство
вмешательствос ἡ ἐπέμβαση [-ις], ἡ παρέμβαση [-ις], ἡ ἀνάμιξη [-ις]:вооруженное \вмешательство ἡ ἐνοπλη ἐπέμβαση· хирургическое \вмешательство ἡ χειρουργική ἐπέμβαση -
12 карбюрация
карбюра||цияж ἡ ἐξμέρωση [-ις], ἡ ἀνάμιξη [-ις]. -
13 смешение
смеш||ениес1. ἡ ἀνάμιξη [-ις], τό ἀνακάτωμα/ ἡ ἐπιμιξία (видов, рас и т. п.)·2. (путаница) ἡ σύγχυση [-ις], ὁ κυκεών:\смешениеение понятий ἡ σύγχυση τῶν ἐννοιών. -
14 περιττεύω
αμετ. быть лишним, ненужным, бесполезным;η παραπέρα ανάμιξη σου στην υπόθεση αυτή περιττεύει — твоё дальнейшее вмешательство в это дело совершенно излишне;
όπου μιλούν τα πράγματα τα λόγια περιττεύουν — когда говорят факты — слова излишни
-
15 implication
noun επίπτωση/ανάμιξη -
16 involvement
noun ανάμιξη,μπλέξιμο -
17 part
1. noun1) (something which, together with other things, makes a whole; a piece: We spent part of the time at home and part at the seaside.) μέρος2) (an equal division: He divided the cake into three parts.) μερίδα3) (a character in a play etc: She played the part of the queen.) ρόλος4) (the words, actions etc of a character in a play etc: He learned his part quickly.) ρόλος5) (in music, the notes to be played or sung by a particular instrument or voice: the violin part.) μέρος6) (a person's share, responsibility etc in doing something: He played a great part in the government's decision.) συμμετοχή,ανάμιξη2. verb(to separate; to divide: They parted (from each other) at the gate.) χωρίζω- parting- partly
- part-time
- in part
- part company
- part of speech
- part with
- take in good part
- take someone's part
- take part in -
18 замес
-а α.ανάμιξη, ανακάτωμα•замес теста ανακάτωμα του ζυμαριού.
|| μίγμα, ανάμιγμα. -
19 контаминация
-и θ.1. ανάμιξη, μπέρδεμα, σύγχυση (γεγονότων κατά τη διήγηση).2. μετάδοση (σημασίας μιας λέξης σε άλλη παρώνυ-μη λέξη). -
20 перемешивание
-я ουδ.ανακάτωμα, ανάμιξη. || μετατόπιση, μετακίνηση, μετάθεση. || σύγχυση, μπέρδεμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανάμιξη — η (Α ἀνάμιξις) [ἀναμείγνυμι] 1. μίξη, συγχώνευση, ανακάτεμα 2. (για πρόσωπα) επιμιξία, συγχρωτισμός 3. σαρκική μίξη, συνουσία νεοελλ. 1. συμμετοχή 2. παρέμβαση, επέμβαση … Dictionary of Greek
ἀναμίξῃ — ἀναμίξηι , ἀνάμιξις mingling fem dat sg (epic) ἀναμί̱ξῃ , ἀναμίγνυμι mix up aor subj mid 2nd sg ἀναμί̱ξῃ , ἀναμίγνυμι mix up aor subj act 3rd sg ἀναμί̱ξῃ , ἀναμίγνυμι mix up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η … Dictionary of Greek
σύμμιξη — και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, (ε)ίξεως, ΝΜΑ [συμμ(ε)ιγνύω] ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα νεοελλ. 1. συνένωση 2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους αρχ. 1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ… … Dictionary of Greek
αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… … Dictionary of Greek
επίκρασις — ἐπίκρασις, ἡ (Α) [κράσις] 1. (για ποτά, χυμούς κ.λπ.) ανάμιξη, συγκερασμός 2. μετρίαση που γίνεται με ανάμιξη … Dictionary of Greek
παρέμβαση — η 1. επέμβαση, μεσολάβηση 2. ανάμιξη τρίτου σε ενέργεια, διαδικασία ή ασχολία που δεν τόν αφορά άμεσα 3. (νομ.) προσέλευση και ανάμιξη τρίτου σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, με την αξίωση ότι έχει έννομο συμφέρον και ότι πρέπει να ληφθεί αυτό… … Dictionary of Greek
πρόσμιξη — και πρόσμειξη, η / πρόσμιξις και πρόσμειξις (ε)ίξεως, ΝΜΑ [προσμ(ε)ίγνυμι] ανάμιξη νεοελλ. 1. χημ. α) η ανάμιξη μιας ουσίας μέσα σε μια άλλη β) ουσία που είναι ξένη προς την κύρια χημική σύσταση ενός μη καθαρού, χημικώς, σώματος, ουσία η οποία,… … Dictionary of Greek
συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη … Dictionary of Greek
Κελτίβηρ — ο (Α Κελτίβηρ) (στον πληθ. οι Κελτίβηρες αρχαίο φύλο τής Ισπανίας που προήλθε από ανάμιξη Κελτών και Ιβήρων … Dictionary of Greek